- ρηγαλέκος
- (regalecus). Γένος οστεοϊχθύων της οικογένειας των τραχυπτερίδων. Έχουν σώμα μακρουλό, πλευρικά πεπιεσμένο, με μήκος περίπου 2 μ. Το ραχιαίο τους πτερύγιο πιάνει όλο το μήκος του σώματος. Το είδος αυτό, που ζει στις θάλασσες της Ευρώπης, τείνει να εξαφανιστεί.
* * *ο, Νζωολ. γένος τελεόστεων λαμπριδιόμορφων ιχθύων, τής οικογένειας ρηγαλεκίδες, κυρίως τών τροπικών και υποτροπικών θαλασσών.
Dictionary of Greek. 2013.